- ανυπόδητος
- κ. -δετος, -η, -ο (Α ἀνυπόδητος, -ον κ. -δετος, -ον)αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτοςαρχ.όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνυπόδητος — unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπόδητος — η, ο ξυπόλυτος: Είχε τάξει να πάει ανυπόδητη στην πανήγυρη του μοναστηριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀνυπόδητος — ἀνυπόδητος , ἀνυπόδητος unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόδητον — ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc sg ἀνυπόδητος unshod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτοις — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτου — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτους — ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτων — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόδητοι — ἀνυπόδητος unshod masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνυπόδητον — ἀνυπόδητον , ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc sg ἀνυπόδητον , ἀνυπόδητος unshod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)